cerrazón - ορισμός. Τι είναι το cerrazón
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι cerrazón - ορισμός


cerrazón      
sust. fem.
1) Obscuridad grande que suele preceder a las tempestades, al cubrirse el cielo de nubes muy negras.
2) fig. Obstinación, obcecación.
3) Fonética. Se dice de la cualidad que adquiere un sonido al cerrarse los órganos articuladores.
sust. fem.
1) Cerrajón.
2) Colombia. Contrafuerte de una cordillera.
cerrazón      
Sinónimos
sustantivo
cerrazón      
I
cerrazón1 (de "cerrar")
1 f. Cualidad de cerrado (*torpe).
2 Actitud cerrada: *obstinación.
3 Estado del cielo cuando está completamente cubierto de nubes oscuras y que amenazan *tempestad.
4 (Arg.) Niebla densa.
II
cerrazón2 (de "cerro")
1 f. Cerrajón.
2 (Col.) Contrafuerte de una cordillera.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για cerrazón
1. El secretismo y la cerrazón alimentan todos los escepticismos.
2. La cerrazón del Ejecutivo socialista en este punto es total.
3. Ni siquiera lo suficiente como para castigar la cerrazón ofensiva de Garnett y Pierce.
4. Había alternativas, pero su propia cerrazón lo llevó a no elegir ninguna.
5. El sistema económico está semiarruinado, pero el ideológico está intacto, y no sólo a causa de la cerrazón del régimen.
Τι είναι cerrazón - ορισμός